Μία μέρα μετά την τραγωδία του Διστόμου της 10ης Ιουνίου 1944 και οι Γερμανοί κατακτητές Βύθιζαν εκ νέου μέσα στο αίμα για ασήμαντη αφορμή μία μικρή πολίχνη της Βοιωτίας, το Καλάμι. Έτσι, την Κυριακή 11 Ιουνίου 1944 το μικρό και γραφικό αυτό χωριό, που είναι ακροβολισμένο στον επαρχιακό δρόμο Λιβαδειάς―Θήβας, δέχθηκε το θανάσιμο πλήγμα των S.S. με συνέπεια όλοι οι άνθρωποι' του, εκτός από ένα ενδεκάχρονο αγόρι, να αφήσουν την τελευταία τους πνοή δίπλα στις πατρογονικές τους εστίες. Το Καλάμι παρέμενε από τότε, εκτός από ελάχιστες αναφορές, στην αθέατη πλευρά του ιστορικού γίγνεσθαι της Βοιωτίας, παρέμενε το αγνοημένο ολοκαύτωμα της. Ποια ήταν ωστόσο η αφορμή που έδωσε το έναυσμα στους Γερμανούς να κινηθούν εναντίον των φιλήσυχων κατοίκων του Καλαμιού; Ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης και πώς εκτυλίχθηκε το σκηνικό του δράματος; Δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι αντιμετώπισης της κατάστασης πέραν από εκείνον της ομαδικής εκτέλεσης και της πυρπόλησης; Αμείλικτα ερωτήματα, φορτισμένα με πολλή αγωνία και πόνο, την απάντηση των οποίων θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε στο πλαίσιο του άρθρου αυτού.
Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Περίπου στα τέλη Μαΐου της χρονιάς αυτής ένα φορτηγό αυτοκίνητο των Γερμανών ξεκινούσε κάθε μέρα από την Αλίαρτο με κατεύθυνση την ακροποταμιά της Πόντζας, από την πλευρά του χωριού του Αγίου Γεωργίου έχοντας έξι 'Ελληνες εργάτες που είχαν αγγαρεύσει οι αρχές κατοχής μαζί με δύο Γερμανούς στρατιώτες συνοδεία, τον οδηγό και το Βοηθό. Φόρτωναν υλικά από τις όχθες του ποταμού και τα μετέφεραν στην Αλίαρτο για τις ανάγκες ενός έργου. Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής 11 Ιουνίου εμφανίσθηκε το φορτηγό αυτοκίνητο στις όχθες της Πόντζας και οι Έλληνες εργάτες άρχισαν το έργο τους, οι Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονταν σε μικρή απόσταση κάτω από ένα δένδρο. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα και μία ομάδα από οκτώ αντάρτες έκανε αισθητή την παρουσία της από την πλευρά της Κορώνειας και έβαλε με πυρά εναντίον των Γερμανών τραυματίζοντας τους ελαφρά. Οι αντάρτες πλησίασαν τους Έλληνες εργάτες και τους παρήγγειλαν να πάνε στην Αλίαρτο και να αναφέρουν το επεισόδιο, στη συνέχεια πήραν το φορτηγό και κατευθύνθηκαν προς την Αγία Τριάδα. Ο απώτερος στόχος τους, η αρπαγή δηλ. του αυτοκινήτου, είχε επιτευχθεί. Οι Έλληνες εργάτες περιμάζεψαν τους τραυματισμένους Γερμανούς και τους μετέφεραν στις Αλαλκομενές, προκειμένου να τους παρασχεθούν οι πρώτες Βοήθειες. Ενημέρωσαν το διοικητή της Αλιάρτου Orts Mayers, ο οποίος αντέδρασε με οργίλο και σκληρό τρόπο ξεσηκώνοντας όλες τις γερμανικές δυνάμεις της Βοιωτίας. Απαίτησε μάλιστα από τον ταγματάρχη L. Rickert, τον καταστροφέα του Διστόμου, να επιβάλει αμέσως αυστηρά αντίποινα, διαδικασία που δρομολογήθηκε χωρίς περιστροφές και αδράνεια. Έτσι στις 6.00 το απόγευμα ξεκίνησαν από την Αλίαρτο δύο φορτηγά με πάνοπλους Γερμανούς και με ξεκάθαρη διαταγή από το Rickert να σκοτώσουν αυθωρεί οποιονδήποτε Έλληνα συναντήσουν στο δρόμο τους ως την Πόντζα. Δύο ήταν εκείνοι, που πλήρωσαν με τη ζωή τους τη μοιραία αυτή εντολή στη διασταύρωση του Αγίου Γεωργίου, ο σαρανταπεντάχρονος Γεώργιος Κατής από τον Άγιο Γεώργιο και ο Ιωάννης Παυλιδάκης, έμπορος από την Κοκκινιά [1]. Την ίδια ώρα περίπου που ξεκίνησαν από την Αλίαρτο οι Γερμανοί αναχώρησαν από τη Λιβαδειά τρία καμιόνια, δύο μοτοσυκλέτες και ένα μικρό αυτοκίνητο με τον υπεύθυνο της αποστολής γεμάτα με στρατιώτες των S.S. από εκείνους που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις συμμετείχαν στην τραγωδία του Διστόμου. Η ομάδα αυτή είχε λάβει διαφορετικές οδηγίες από το Rickert. Πρώτος σταθμός της φάλαγγας ήταν στη θέση Πριόλιθος, πέντε χιλιόμετρα έξω από τη Λιβαδειά, οπότε και συνέλαβαν στο κτήμα του το Λουκά Αθ. Σκουρολιάκο από το Λαφύστιο μαζί με τον εργάτη του Νικόλαο Ιω. Χατζηδημητρίου και τους ανέβασαν στα φορτηγά. Στην επόμενη στάση, στην τοποθεσία Κρεββάτες, συνάντησαν το Χαράλαμπο Κ. Μάρκου από το Λαφύστιο που εργαζόταν στο κτήμα του και τον πήραν και εκείνον μαζί τους. Ύστερα από μισή ώρα η ομάδα έφθασε στο Καλάμι, ένα μικρό χωριό της περιοχής που πήρε το όνομα του από τα πολλά καλάμια που φύτρωναν στο βαλτότοπο, όταν η Κωπαΐδα ήταν ακόμη λίμνη. Το ποταμάκι που κατεβαίνει πρόσφερε την ευκαιρία από τα χρόνια της τουρκοκρατίας κιόλας να φτιάξουν οι άνθρωποι της περιοχής τρεις νερόμυλους και νεροτριβή. Στο πέρασμα του χρόνου κατασκευάσθηκε και ένα χάνι, το «Χάνι του Οδυσσέα» όπως έγινε γνωστό, όπου έβρισκαν φαγητό και ξεκούραση οι ταξιδιώτες και οι περαστικοί. Στα πέτρινα αυτά χρόνια της κατοχής οι μύλοι άλεθαν το λιγοστό σιτάρι και κριθάρι που απέμενε από τους ξένους. Με το που έφθασαν οι Γερμανοί στο Καλάμι, κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα τους και άρχισαν να αναζητούν τους ανθρώπους του. Οι κάτοικοι φοβισμένοι παρακολουθούσαν τα δρώμενα, εφόσον από τα πριν είχαν μάθει για την αψιμαχία της Πόντζας. Οι στρατιώτες των SS άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια, να αρπάζουν ό,τι τους αρέσει και να επιδιώκουν να εντοπίσουν τους κατοίκους. Εισβάλουν και στον νερόμυλο του Σπύρου Νάκου, που βρίσκεται στα αριστερά του δημόσιου δρόμου, και τον υποχρεώνουν να πάει μαζί με την οικογένεια του στο μέρος, όπου είχαν αφήσει τα αυτοκίνητα τους. Μάταια ο Νάκος προσπάθησε με νοήματα να τους πείσει να πάει μόνος του και να αφήσουν την οικογένεια του πίσω. Το ζευγάρι και τα τέσσερα παιδιά πειθάρχησαν τελικά στη διαταγή τους. Ο μικρός γιος, ο ενδεκάχρονος Παναγιώτης, κατάφερε να πάρει μαζί του, παρά τις φωνές των Γερμανών, και το γαϊδουράκι της οικογένειας που ήταν δεμένο μακρύτερα και έτσι η μητέρα του έβαλε πάνω στο ζώο την επτάχρονη αδελφή του Άννα που κούτσαινε. Σε λίγο τους έφεραν όλους μπροστά σε ένα νερόμυλο, όπου είχαν συγκεντρώσει και τις οικογένειες του Σλατινοπούλου, του Παπαχατζή, του Κυρίτση, του Μόνωση και δύο άγνωστες γυναίκες που συνέλαβαν τυχαία [2]. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί απαίτησαν και ήρθε στον τόπο της συγκέντρωσης πληγιασμένη και ταλαιπωρημένη η Ελένη Κυρίτση, η οποία εξαιτίας της μεγάλης φυσικής της αδυναμίας προκαλούσε μόνο οίκτο, στους κατακτητές όμως προκάλεσε γέλιο. Έτσι, οι κρατούμενοι έφθασαν τους εικοσιτρείς. Στις 8.00 το βράδυ σήμανε η ώρα μηδέν. Ο επικεφαλής διέταξε να χωρίσουν τους έξι άνδρες από την ομάδα· ας αποθησαυρισθούν εδώ τα ονόματα τους: Απόστολος Ι. Σλατινόπουλος (76 χρονών), Σπυρίδων Λ. Νάκος (46 χρονών), Λουκάς Αθ. Σκουρολιάκος (37 χρονών), Χαράλαμπος Κ. Μάρκου (15 χρονών), Αναστάσιος Αθ. Μόνωσης (25 χρονών) και ο Νικόλαος Ιω. Χατζηδημητρίου (16 χρονών). Κατόπιν, τους μετέφεραν πίσω από το μπακάλικο του Απόστολου Σλατινοπούλου στην άκρη του Καλαμιού από τη μεριά της Αλιάρτου και τους εκτέλεσαν ρίχνοντας τους και τη χαριστική βολή. Τα γυναικόπαιδα ακούγοντας τον αχό των όπλων σκέφθηκαν πως οι Γερμανοί πυροβολούν για να εκφοβίσουν τους αντάρτες. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική, οι άνθρωποι' τους είχαν θανατωθεί. Η ίδια μοίρα άλλωστε ανέμενε και εκείνα τα 17 γυναικόπαιδα· ας καταγραφούν εδώ τα ονόματα τους: Παναγιώτα Α. Σλατινοπούλου (64 χρονών), Ευαγγελία Ν. Σλατινοπούλου (23), Απόστολος Σλατινόπουλος (2), αΒάπτιστο Σλατινοπούλου (8 μηνών), Βάγια Σ. Νάκου (38), Κούλα Σ. Νάκου (19), Απόστολος Σ. Νάκος (13), Παναγιώτης Σ. Νάκος (11), Άννα Σ. Νάκου (7), Μόρφω Λ. Παπαπαχατζή (22), Κική Λ. Παπαχατζή (2), αβάπτιστο Παπαχατζή (9 μηνών), Ελένη Κ. Κυρίτση (20), Κωνσταντίνο Κ. Κυρίτση (7), Ελένη Μόνωση (25), Ελένη Ι. Χατζάκη (20) και Λούκια Κ. ΜπάΒου (20). Λίγο πριν οι Γερμανοί στήσουν τα γυναικόπαιδα αυτά στον τοίχο ο στρατιώτης Human, Αυστριακός στην καταγωγή, είχε κάνει μία προσπάθεια να αποσπάσει τον μικρό Παναγιώτη Νάκο που γνώρισε όταν εκτελούσε χρέη φρουρού στον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό της Ράχης. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν ευοδώθηκε και ο Παναγιώτης ακολούθησε την πορεία των άλλων. Ως σημείο της εκτέλεσης επιλέχθηκε το περιβόλι δίπλα από το τελευταίο σπίτι προς τη Λιβαδειά, το σπίτη της χήρας Βασιλικής Κυρίτση.
Τα γυναικόπαιδα στήθηκαν και ήταν πλέον πασιφανές ότι είχε φθάσει η τελευταία τους στιγμή με συνέπεια να αρχίσουν τις αντιδράσεις και τους θρήνους. Μία από τις γυναίκες αυτές, η Ευαγγελία Σλατινοπούλου κρατώντας στον κόρφο της τα δύο της παιδιά, τον Απόστολο και το αβάπτιστο κοριτσάκι της, μέσα στην παραζάλη και την υστερία αυτή δέχθηκε την επίθεση ενός Γερμανού στρατιώτη, ο οποίος λόγχισε ψυχρά τα δύο της παιδιά με αποτέλεσμα η μοιραία μάνα να αρχίσει να στριγγλίζει. Τότε ένας άλλος Γερμανός έθεσε τέρμα στο μαρτύριο της με έναν πυροβολισμό στο κεφάλι της. Μέσα στη φορτισμένη και τραγική αυτή ατμόσφαιρα ο επικεφαλής έδωσε το σινιάλο και τα πυροβόλα αντήχησαν. Τα δεκαεπτά γυναικόπαιδα κείτονταν νεκρά [3]. Παρά τους πυροβολισμούς και τη χαριστική βολή ένας από τους δεκαεπτά, ο ενδεκάχρονος Παναγιώτης Νάκος, που ο Αυστριακός Human είχε προσπαθήσει νωρίτερα να σώσει, δέχθηκε ένα βλήμα στον αριστερό μηρό και ήταν από τους πρώτους που έπεσε και καμώθηκε το νεκρό. Εξίσου τυχερός στάθηκε και με τη χαριστική βολή που τις τρεις φορές τον τραυμάτισε στο αριστερό χέρι. Μόλις ανέκτησε τις αισθήσεις του, παραμέρισε τα κουφάρια και στάθηκε στα πόδια του και πήρε το αριστερό μονοπάτι που οδηγεί στο Λαφύσπο. Οι Γερμανοί ύστερα από λίγο επέστρεψαν για να μεταφέρουν τα πτώματα και στο μέτρημα διαπίστωσαν ότι έλειπε ένας. Αμέσως σήμανε συναγερμός και άρχισε η αναζήτηση. Το αίμα του μικρού πάνω στη γη θα τους οδηγούσε. Τους κατακτητές δεν ενδιέφερε τόσο εάν οι νεκροί ήταν δεκαέξι ή δεκαεπτά, όσο το να μην υπάρξει μάρτυρας της θηριωδίας τους αυτής. Ύστερα από αρκετή ώρα αναζήτησης με φανάρια και φωτοβολίδες οι S.S. επισήμαναν τον Παναγιώτη και τον πυροβόλησαν πετυχαίνοντας τον ξανά στο αριστερό χέρι. Η Βολή αυτή όμως στάθηκε και το τυχερό του, γιατί τον έριξε ξεψυχισμένο σε μία σούδα που τη σκέπαζαν χαμόκλαδα και Βάτα με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να μην μπορέσουν να τον βρουν και έτσι να τον θεωρήσουν νεκρό και να επιστρέψουν στο έργο τους. Ένα έργο μακάβριο, που ήταν η περισυλλογή των πτωμάτων και η πυρπόληση τους. Τις σορούς των ανδρών τις συγκέντρωσαν στο μπακάλικο του Σλατινόπουλου και των γυναικόπαιδων στο σπίτι της Βασιλικής Κυρίτση και με εμπρηστική σκόνη ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Δύο μεγάλες πυρκαγιές φεγγοβολούσαν όλη τη νύχτα στο Καλάμι. Πρώτος αντίκρισε το μακάβριο θέαμα την επόμενη 14 Ιουνίου ο Σουηδός γιατρός που ως επικεφαλής μίας ομάδας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού κατευθυνόταν στο ηρωικό Δίστομο. Περνώντας η ομάδα από το Καλάμι νόμισε προς στιγμή πως είχε φθάσει στο Δίστομο. Ο αποτροπιασμός και η οδύνη σχηματίσθηκε στα πρόσωπα των ανθρώπων της ομάδας αυτής που συνέχισε το ταξίδι της προς τον αρχικό της προορισμό [4]. Ας αποθησαυρισθεί εδώ και η μαρτυρία της εβδομηντάχρονης Χρυσάνθης Περγαντά―Νίκα που έζησε τα γεγονότα της σφαγής του Καλαμιού από κοντά: «Την ώρα της εκτέλεσης ο Παναγιώτης ο Νάκος 10 χρονών παιδί φοβήθηκε και φώναξε τη μάνα του, αυτή γύρισε και την ώρα που πέθαινε το σκέπασε με τη ρόμπα της και γλίτωσε το παιδί με κομμένο το χέρι του. Δεν το είδανε να το εκτελέσουν και έζησε και βγήκε πιο πάνω και είπε τα άσχημα μαντάτα σε κάτι ανθρώπους που βρήκε» [5]. Έτσι ο Παναγιώτης Νάκος με κομμένο το αριστερό του χέρι ήταν ο αψευδής μάρτυρας της τραγωδίας που συντελέσθηκε μια μέρα μετά το Δίστομο, στις 11 Ιουνίου του 1944, στο Καλάμι και μετέφερε στις νεότερες γενιές το μοιραίο αυτό βίωμα. Όλοι οι άνθρωποι του Καλαμιού, εκτός από εκείνον, πλήρωσαν με την ζωή τους δίπλα στις πατρογονικές τους εστίες την απλή αψιμαχία της Πόντζας, ένα απλό συμβάν που ενδεχομένως να μην είχε και καταγραφεί. Πάντως σήμερα 57 χρόνια από το ολοκληρωτικό ξεκλήρισμα του Καλαμιού, ο λαός της Βοιωτίας δεν ξεχνά και με πολύ σεβασμό υποκλίνεται στους μάρτυρες αυτούς. Το Καλάμι και οι ήρωες του αποτελούν το αγνοημένο ολοκαύτωμα της Βοιωτίας και κατέχουν ξεχωριστή θέση στο γίγνεσθαι της νεότερης ιστορίας της πατρίδας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου