Τρίτη 29 Απριλίου 2014

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΘΝΙΚΗΣΤΕΣ

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910. Ὑπῆρξε ἑλληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστὴς και δοκιμιογράφος, αἰσθητικὸς καὶ φυσιολάτρης, ρομαντικὸς ὁραματιστής, μαχητικός καὶ διαπρήσιος κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀναδείξεως τῆς γνήσιας ἑλληνικότητος, ὅπως αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Φύση καὶ ἐκφράζεται διαχρονικῶς στὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ Ἱστορία. Δριμὺς κατήγορος τῆς ξενομανίας καὶ τοῦ συμπλέγματος μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως, τῆς δουλοπρέπειας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώνονται, ἀπὸ τὶς τέχνες ἔως τὴν πολιτική. Πατέρας καὶ κορυφαία μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ στὸν 20ὸ αἰώνα, στὶς τέχνες, τὴν αισθητική, τὴν φιλοσοφία, τὴν πολιτική.
Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ, «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ»«ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων»«ὁ μεγαλείτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν»«ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας»«ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς»«μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας», ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην». Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος, σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό, οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα, ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί,«ξανθός ἱππότης», μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί, ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του.
Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραψε γιὰ τὸν Γιαννόπουλο: «...μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο... Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.»
Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ: ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὴν ἔξοδό του
«Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν.[...]
Εἶναι φανερά, μία μόνη Γραμμή, ἀναβαίνουσα ἁπαλωτά, καταβαίνουσα γλυκύτατα, κυματίζουσα μὲ μεγάλα ἤρεμα κύματα, ἀναβαίνουσα ἁρμονικά, καταβαίνουσα συμμετρικά, γράφουσα εἰς τὸν δρόμον της ὡραῖα καμπυλώματα, ἀνυψουμένη κάποτε μὲ νευρωδεστάτην ἐφηβικὴν λιγυρότητα πρὸς ἓν φίλημα ὑψηλοῦ ἀέρος καὶ μὲ ἐλαφρότητα γλάρου ἐπανερχομένη πάλιν εἰς ἕνα μαλακόν της ρυθμόν.
Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα τὰ οἰκοδομήματα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο, ὅλα τὰ ἀγάλματα σὰν δίδυμα ἀδέλφια καὶ κανὲν ὅμοιον μὲ τὸ ἄλλο, σὰν τὴν Βυζαντινήν μας τέχνην, σὰν τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ εἶναι κυρίως ἕνα τραγούδι καὶ κανένα ἐντελῶς ὅμοιον, σὰν τὴν γῆν μας ποὺ εἶναι μία εἰς τὸ σύνολον καὶ κάθε βῆμα ἀνομοία, σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων.»
1996, 31 Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα ποὺ ξυπνήσαμε παγωμένοι, προδομένοι. Οἱ τρεῖς ἀξιωματικοί μας στὴν ἀγκαλιά τοῦ Αἰγαίου. Ἡ σημαία μας δὲν κυματίζει πιά. Τὸ φρόνημα ὅλων τῶν Ἑλλήνων, λαοῦ καὶ στρατοῦ, εἶχε προδοθεῖ· «εὐχαριστοῦμε τοὺς Ἀμερικανούς». Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς ἀτιμώσεως λοιδοροῦσαν τὸν πατριωτισμό μας, γιὰ νὰ καλύψουν τὴν εὐθύνη τους.
Μέσα στὸν πόνο, μαστίγωμα, ὀδυνηρὸ ἀλλὰ καθαρτικό, τῆς ἀνεπάρκειάς μας τὰ λόγια ἐκείνου -μοῦ τὰ εἶχε στείλει, τότε, ἕνας φίλος· ἔκαιγαν σὰν λάβα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):
«Ἑλληνικὴ Φυλὴ τί φωνάζεις; Μπῆκαν κλέφτες στὸ μανδρί; Ἐὰν Σοῦ βαστᾷ ἔμπα διώχτους.»
«Ἑλληνικὴ Φυλὴ εἶσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οἱ Φραγκικοὶ Στρατοὶ καὶ Στόλοι νὰ Σοῦ φυλᾶν τ᾿ ἀμπέλια ΣΟΥ.»
Ποιός ἦταν ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὴν τὴν ρωμαλέα, φλογερὴ ψυχή; Ὁ περήφανος πολεμιστὴς καὶ μαζὶ ὁ εὐαίσθητος φυσιολάτρης; Ὁ ἐκστατικὸς βάρδος τοῦ ἑλληνικοῦ κάλλους, ὁ ὀνειροπόλος, ὁ τρελὸς (nullum magnum ingenium sine mixtura dementiae fuit) αὐτόχειρ, ποὺ κάηκε αὐτοθέλητα σὰν τὴν νυχτοπεταλούδα στὸ Ἑλληνικὸ Φῶς καὶ -ἑκατὸ χρόνια κλείνουμε ἐφέτος στὶς 7-8 Ἀπριλίου- ἔφυγε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς θάλασσας τοῦ Σκαραμαγκᾶ; «Ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν»
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Φυλή, Ἱστορία καὶ Πολιτισμό:
Χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο ὡς τὸν τελειότερο καρπὸ τῆς Φύσεως: «Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. Ζῷον Ἑλληνικόν, τὸν Ἕλληνα: ΕΜΑΣ.»
Τονίζει ὅμως: «Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.»
Κατακεραυνώνει τοὺς δυτικούς: «Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, δὲν εἶναι λόγος κομπασμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες -κάθε ἄλλο: «Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ. [...] Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου