Διπλωμάτες ανησυχούν για επερχόμενες ζημίες σε Σκοπιανό, Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό
Πυκνώνουν τα μαύρα σύννεφα πάνω από τον ουρανό της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, που εμφανίζεται για πέμπτη χρονιά αδρανής, βυθισμένη στις αδυναμίες της. Όμως, επείγουσα καθίσταται πλέον η ανάγκη σχεδιασμού δυναμικής εξωτερικής πολιτικής από την πολιτική ηγεσία, υπό το φως νέων διεθνών εξελίξεων και μετά την ενίσχυση του Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία.
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση διαπιστώνει ότι αυτή την ώρα δεν διαθέτει μηχανισμούς ικανούς για νέα σχέδια και λήψη νέων αποφάσεων απέναντι σε τρία σημαντικά ζητήματα: Στο ενδιαφέρον του Βερολίνου για την εκκρεμή υπόθεση της ονομασίας των Σκοπίων και την ευρωπαϊκή προοπτική της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, στη «σκληρή» γραμμή της Άγκυρας στα Ελληνοτουρκικά (Αιγαίο, Θράκη) και στο αδιέξοδο που προκαλούν εσκεμμένα στο Κυπριακό οι Ερντογάν και Νταβούτογλου.
Στο υπουργείο Εξωτερικών εκτιμάται από έμπειρους διπλωμάτες ότι η Αθήνα θα βρεθεί στην εξαιρετικά δυσχερή θέση να αντιμετωπίσει προσεχώς την (εκτός επίσημης «γραμμής» της Ε.Ε.) ήδη εκφρασμένη διάθεση του Βερολίνου για πρωτοβουλίες, με στόχο την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών Σκοπίων – Βρυξελλών.
Η Άγκελα Μέρκελ ήδη συνεργάζεται αθορύβως με τον διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς, για την «προώθηση» προτάσεων που θα «ικανοποιούσαν και τα δύο μέρη», μία συνεργασία που δεν βλέπει καθόλου αρνητικά η Ουάσιγκτον.
Η ελληνική κυβέρνηση, σημειώνουν διπλωματικοί κύκλοι, αντιμετωπίζει αυτή την υπόθεση σε ένα βαλκανικό περιβάλλον στο οποίο δεν διαθέτει καμία συμμαχία, αλλά και κανένα συγκεκριμένο σχέδιο πολιτικής στρατηγικής. Έτσι, η Ελλάδα βρίσκεται μόνη «απέναντι» και στο γερμανικό «αφεντικό» της ΕΕ και στις ΗΠΑ, αλλά και με πολιτικό «αντίπαλο» το ΝΑΤΟ, όπου είναι πλέον ζήτημα χρόνου να σπάσει το ελληνικό «όχι» στην ένταξη της ΠΓΔΜ. Με κόπο και αρκετή τύχη (κυρίως λόγω «αναγκών» εξαιτίας του Ουκρανικού) κράτησε εκτός ατζέντας το Σκοπιανό η κυβέρνηση στην τελευταία σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία.
Ομοίως χωρίς «πυξίδα» κινείται η ελληνική πλευρά και στ πεδίο των σχέσεων με την Τουρκία, όπου ένας αλαζονικός Ερντογάν καλεί την Αθήνα να αντιληφθεί ότι μόνο η «προσαρμογή» στις τουρκικές σχέσεις θα έφερνε άρση του casus belli στο Αιγαίο και ότι καλό είναι να συνηθίσει η ελληνική ηγεσία την ιδέα του συνεχούς και ενεργού ενδιαφέροντος της Άγκυρας για τους «τούρκους» της Θράκης.
Η αδυναμία απαντήσεων σε αυτή την τουρκική στάση εκδηλώνεται σε δύο σημεία:
Α. Στην παθητική αποδοχή των συνεχών τουρκικών πολιτικών και θρησκευτικών παρεμβάσεων και «επιθεωρήσεων» από τούρκους κυβερνητικούς παράγοντες στη Θράκη και
Β. Στην άνευ προτάσεων συνέχιση των άγονων «συνομιλιών» με την τουρκική πλευρά για το Αιγαίο και με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών να δηλώνει ακατανόητα στον τουρκικό Τύπο δια στόματος του κ. υπουργού ότι οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο και με τον ελληνοτουρκικό διάλογο να εξελίσσεται «πολιτισμένα», όπως είπε.
Η πολιτική ηγεσία δεν αντιδρά και αυτό οδηγεί σήμερα ορισμένους βετεράνους διπλωμάτες, καθώς και κάποιους πολιτικούς που διετέλεσαν πολιτικοί προϊστάμενοι των διπλωματικών υπηρεσιών να λένε στον γράφοντα, καθόλου αστειευόμενοι, ότι «εφόσον οι κυβερνώντες δεν έχουν κανένα στρατηγικό σχέδιο για τα ελληνοτουρκικά, καλύτερα να μένουν ακίνητοι, για να αποφύγουμε τουλάχιστον χοντρά λάθη και «περιπέτειες»…
Στο Κυπριακό, τίθεται πλέον το μεγάλο ερώτημα αν η Αθήνα έχει πλήρως αντιληφθεί (το ίδιο και ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης) ότι η παλιά γραμμή της «συμπαράστασης» και των «συναποφάσεων» με τη Λευκωσία όχι μόνο σκούριασε, αλλά και καταργήθηκε ολοσχερώς.
Φρόντισαν γι αυτό τις τελευταίες ημέρες και οι Ερντογάν – Νταβούτογλου και ο εκπρόσωπός τους στα κατεχόμενα κ. Έρογλου. Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα πως όταν στο τέλος της ελληνικής προεδρίας της ΕΕ εγγράφως ο κ. Νταβούτογλου χαρακτήριζε την Κυπριακή Δημοκρατία «νεκρή» δεν «προκαλούσε» απλώς, αλλά προχωρούσε σε μία μελετημένη κίνηση της Άγκυρας. Λίγο αργότερα, με πρόεδρο τον κ. Ερντογάν, η τουρκική ηγεσία θα δηλώνει ότι δεν συζητά παρά για λύση «δύο κρατών» (σαφώς εκτός ομοσπονδιακού πλαισίου των συνομιλιών), για «δύο ισότιμα ιδρυτικά κράτη» (τα άκουσε αυτά με τα αυτιά του ο κ. Σαμαράς από τον Ερντογάν προ ημερών). Σημειώνεται επίσης ότι ο Ερντογάν έχει καλέσει τα τουρκικά κόμματα στα κατεχόμενα να διευκολύνουν αίροντας τα γραφειοκρατικά εμπόδια την αύξηση του εκεί πληθυσμού με «νέους πολίτες».
Πρόκειται για μία ακόμη καμπή με ιστορικές διαστάσεις. Η Άγκυρα πριονίζει την παρούσα διαδικασία καιν πείθει την Λευκωσία (και την Αθήνα) ότι τουρκική επιδίωξη είναι πλέον η «έξοδος» από τις συνομιλίες και η ενίσχυση και διεθνής αναβάθμιση του «κράτους» (της) στα Κατεχόμενα. Η Τουρκία είναι δια των όπλων «φυτεμένη» στην Κύπρο, έχει εγκατεστημένο εκεί έναν δικό τους, ελεγχόμενο από την Άγκυρα διοικητικό μηχανισμό, έχει «καπελώσει» τους ντόπιους τουρκοκύπριους με τους εποίκους, διαθέτει σημαντική στρατιωτική δύναμη στο νησί και προφανώς δεν βλέπει τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να τα βάλει σε διαπραγμάτευση όλα αυτά.
Η μάσκα έπεσε. Το μόνο που ενδιαφέρει την Άγκυρα είναι η μοιρασιά του υποθαλάσσιου πλούτου και η ενεργειακή αναβάθμιση της Τουρκίας. Ο Ν. Αναστασιάδης «αδειάστηκε». Τα ψέματα τελείωσαν για τη Λευκωσία. Πώς να διαχειριστεί σήμερα τις διεθνείς «πιέσεις» ο δυστυχής Κύπριος πρόεδρος; Τώρα, αμήχανη είναι, λένε στα παρασκήνια και η διπλωματία των ΗΠΑ.
Φορέας πολιτικού παραλογισμού
Η Αθήνα έχει ενώπιόν της μία νέα κατάσταση στο Κυπριακό. Σήμερα, διπλωματικοί παράγοντες υποστηρίζουν με έμφαση ότι η Αθήνα πρέπει να στηρίξει ταχέως με κάθε τρόπο και να ενισχύσει διεθνώς, εντός και εκτός Ε.Ε., την Κυπριακή Δημοκρατία, εκθέτοντας την τουρκική πλευρά ως φορέα πολιτικού παραλογισμού, εφόσον η Τουρκία δεν «αναγνωρίζει» μία ανεξάρτητη χώρα – μέλος του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αγνοεί το Διεθνές Δίκαιο και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, και, επιπλέον, απειλεί με πόλεμο μία χώρα σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ (την Ελλάδα), αν αυτή τολμήσει να εφαρμόσει κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας…
Ας μην κρυβόμαστε. Με φουσκωμένο το γεωπολιτικό της «εγώ», η Τουρκία σιγά-σιγά περικυκλώνει στρατηγικά την Ελλάδα, από τα Βαλκάνια έως και την Ανατολική Μεσόγειο. Αν δεν σπάσει το σκληρό υλικό της ελληνικής πολιτικής αδράνειας, οι ζημίες θα έχουν ενδεχομένως εφιαλτικές εθνικές διαστάσεις.
Η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είναι ήδη χρεωμένη με μεγάλες ευθύνες για τη χρονική περίοδο της δικής της αδράνειας. Όσο για τα κόμματα, ματαίως θα περιμέναμε κάτι από αυτά. Ο ύπνος τους εξακολουθεί να είναι βαθύς.
Πυκνώνουν τα μαύρα σύννεφα πάνω από τον ουρανό της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, που εμφανίζεται για πέμπτη χρονιά αδρανής, βυθισμένη στις αδυναμίες της. Όμως, επείγουσα καθίσταται πλέον η ανάγκη σχεδιασμού δυναμικής εξωτερικής πολιτικής από την πολιτική ηγεσία, υπό το φως νέων διεθνών εξελίξεων και μετά την ενίσχυση του Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία.
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση διαπιστώνει ότι αυτή την ώρα δεν διαθέτει μηχανισμούς ικανούς για νέα σχέδια και λήψη νέων αποφάσεων απέναντι σε τρία σημαντικά ζητήματα: Στο ενδιαφέρον του Βερολίνου για την εκκρεμή υπόθεση της ονομασίας των Σκοπίων και την ευρωπαϊκή προοπτική της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, στη «σκληρή» γραμμή της Άγκυρας στα Ελληνοτουρκικά (Αιγαίο, Θράκη) και στο αδιέξοδο που προκαλούν εσκεμμένα στο Κυπριακό οι Ερντογάν και Νταβούτογλου.
Στο υπουργείο Εξωτερικών εκτιμάται από έμπειρους διπλωμάτες ότι η Αθήνα θα βρεθεί στην εξαιρετικά δυσχερή θέση να αντιμετωπίσει προσεχώς την (εκτός επίσημης «γραμμής» της Ε.Ε.) ήδη εκφρασμένη διάθεση του Βερολίνου για πρωτοβουλίες, με στόχο την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών Σκοπίων – Βρυξελλών.
Η Άγκελα Μέρκελ ήδη συνεργάζεται αθορύβως με τον διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς, για την «προώθηση» προτάσεων που θα «ικανοποιούσαν και τα δύο μέρη», μία συνεργασία που δεν βλέπει καθόλου αρνητικά η Ουάσιγκτον.
Η ελληνική κυβέρνηση, σημειώνουν διπλωματικοί κύκλοι, αντιμετωπίζει αυτή την υπόθεση σε ένα βαλκανικό περιβάλλον στο οποίο δεν διαθέτει καμία συμμαχία, αλλά και κανένα συγκεκριμένο σχέδιο πολιτικής στρατηγικής. Έτσι, η Ελλάδα βρίσκεται μόνη «απέναντι» και στο γερμανικό «αφεντικό» της ΕΕ και στις ΗΠΑ, αλλά και με πολιτικό «αντίπαλο» το ΝΑΤΟ, όπου είναι πλέον ζήτημα χρόνου να σπάσει το ελληνικό «όχι» στην ένταξη της ΠΓΔΜ. Με κόπο και αρκετή τύχη (κυρίως λόγω «αναγκών» εξαιτίας του Ουκρανικού) κράτησε εκτός ατζέντας το Σκοπιανό η κυβέρνηση στην τελευταία σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία.
Ομοίως χωρίς «πυξίδα» κινείται η ελληνική πλευρά και στ πεδίο των σχέσεων με την Τουρκία, όπου ένας αλαζονικός Ερντογάν καλεί την Αθήνα να αντιληφθεί ότι μόνο η «προσαρμογή» στις τουρκικές σχέσεις θα έφερνε άρση του casus belli στο Αιγαίο και ότι καλό είναι να συνηθίσει η ελληνική ηγεσία την ιδέα του συνεχούς και ενεργού ενδιαφέροντος της Άγκυρας για τους «τούρκους» της Θράκης.
Η αδυναμία απαντήσεων σε αυτή την τουρκική στάση εκδηλώνεται σε δύο σημεία:
Α. Στην παθητική αποδοχή των συνεχών τουρκικών πολιτικών και θρησκευτικών παρεμβάσεων και «επιθεωρήσεων» από τούρκους κυβερνητικούς παράγοντες στη Θράκη και
Β. Στην άνευ προτάσεων συνέχιση των άγονων «συνομιλιών» με την τουρκική πλευρά για το Αιγαίο και με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών να δηλώνει ακατανόητα στον τουρκικό Τύπο δια στόματος του κ. υπουργού ότι οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο και με τον ελληνοτουρκικό διάλογο να εξελίσσεται «πολιτισμένα», όπως είπε.
Η πολιτική ηγεσία δεν αντιδρά και αυτό οδηγεί σήμερα ορισμένους βετεράνους διπλωμάτες, καθώς και κάποιους πολιτικούς που διετέλεσαν πολιτικοί προϊστάμενοι των διπλωματικών υπηρεσιών να λένε στον γράφοντα, καθόλου αστειευόμενοι, ότι «εφόσον οι κυβερνώντες δεν έχουν κανένα στρατηγικό σχέδιο για τα ελληνοτουρκικά, καλύτερα να μένουν ακίνητοι, για να αποφύγουμε τουλάχιστον χοντρά λάθη και «περιπέτειες»…
Στο Κυπριακό, τίθεται πλέον το μεγάλο ερώτημα αν η Αθήνα έχει πλήρως αντιληφθεί (το ίδιο και ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης) ότι η παλιά γραμμή της «συμπαράστασης» και των «συναποφάσεων» με τη Λευκωσία όχι μόνο σκούριασε, αλλά και καταργήθηκε ολοσχερώς.
Φρόντισαν γι αυτό τις τελευταίες ημέρες και οι Ερντογάν – Νταβούτογλου και ο εκπρόσωπός τους στα κατεχόμενα κ. Έρογλου. Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα πως όταν στο τέλος της ελληνικής προεδρίας της ΕΕ εγγράφως ο κ. Νταβούτογλου χαρακτήριζε την Κυπριακή Δημοκρατία «νεκρή» δεν «προκαλούσε» απλώς, αλλά προχωρούσε σε μία μελετημένη κίνηση της Άγκυρας. Λίγο αργότερα, με πρόεδρο τον κ. Ερντογάν, η τουρκική ηγεσία θα δηλώνει ότι δεν συζητά παρά για λύση «δύο κρατών» (σαφώς εκτός ομοσπονδιακού πλαισίου των συνομιλιών), για «δύο ισότιμα ιδρυτικά κράτη» (τα άκουσε αυτά με τα αυτιά του ο κ. Σαμαράς από τον Ερντογάν προ ημερών). Σημειώνεται επίσης ότι ο Ερντογάν έχει καλέσει τα τουρκικά κόμματα στα κατεχόμενα να διευκολύνουν αίροντας τα γραφειοκρατικά εμπόδια την αύξηση του εκεί πληθυσμού με «νέους πολίτες».
Πρόκειται για μία ακόμη καμπή με ιστορικές διαστάσεις. Η Άγκυρα πριονίζει την παρούσα διαδικασία καιν πείθει την Λευκωσία (και την Αθήνα) ότι τουρκική επιδίωξη είναι πλέον η «έξοδος» από τις συνομιλίες και η ενίσχυση και διεθνής αναβάθμιση του «κράτους» (της) στα Κατεχόμενα. Η Τουρκία είναι δια των όπλων «φυτεμένη» στην Κύπρο, έχει εγκατεστημένο εκεί έναν δικό τους, ελεγχόμενο από την Άγκυρα διοικητικό μηχανισμό, έχει «καπελώσει» τους ντόπιους τουρκοκύπριους με τους εποίκους, διαθέτει σημαντική στρατιωτική δύναμη στο νησί και προφανώς δεν βλέπει τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να τα βάλει σε διαπραγμάτευση όλα αυτά.
Η μάσκα έπεσε. Το μόνο που ενδιαφέρει την Άγκυρα είναι η μοιρασιά του υποθαλάσσιου πλούτου και η ενεργειακή αναβάθμιση της Τουρκίας. Ο Ν. Αναστασιάδης «αδειάστηκε». Τα ψέματα τελείωσαν για τη Λευκωσία. Πώς να διαχειριστεί σήμερα τις διεθνείς «πιέσεις» ο δυστυχής Κύπριος πρόεδρος; Τώρα, αμήχανη είναι, λένε στα παρασκήνια και η διπλωματία των ΗΠΑ.
Φορέας πολιτικού παραλογισμού
Η Αθήνα έχει ενώπιόν της μία νέα κατάσταση στο Κυπριακό. Σήμερα, διπλωματικοί παράγοντες υποστηρίζουν με έμφαση ότι η Αθήνα πρέπει να στηρίξει ταχέως με κάθε τρόπο και να ενισχύσει διεθνώς, εντός και εκτός Ε.Ε., την Κυπριακή Δημοκρατία, εκθέτοντας την τουρκική πλευρά ως φορέα πολιτικού παραλογισμού, εφόσον η Τουρκία δεν «αναγνωρίζει» μία ανεξάρτητη χώρα – μέλος του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αγνοεί το Διεθνές Δίκαιο και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, και, επιπλέον, απειλεί με πόλεμο μία χώρα σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ (την Ελλάδα), αν αυτή τολμήσει να εφαρμόσει κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας…
Ας μην κρυβόμαστε. Με φουσκωμένο το γεωπολιτικό της «εγώ», η Τουρκία σιγά-σιγά περικυκλώνει στρατηγικά την Ελλάδα, από τα Βαλκάνια έως και την Ανατολική Μεσόγειο. Αν δεν σπάσει το σκληρό υλικό της ελληνικής πολιτικής αδράνειας, οι ζημίες θα έχουν ενδεχομένως εφιαλτικές εθνικές διαστάσεις.
Η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είναι ήδη χρεωμένη με μεγάλες ευθύνες για τη χρονική περίοδο της δικής της αδράνειας. Όσο για τα κόμματα, ματαίως θα περιμέναμε κάτι από αυτά. Ο ύπνος τους εξακολουθεί να είναι βαθύς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου