Να εξηγήσουμε πρώτα το δομική.
Ο Ερντογάν έχει κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό αλλά και στο κράτος και είναι πολύ δύσκολο να φανεί αντίπαλος που μπορεί εύκολα να τον αντιμετωπίσει, όπως είναι επίσης πολύ δύσκολο να βρεθεί κόμμα που μπορεί να αντιμετωπίσει εκλογικά το ΑΚΡ.
Ο λόγος για τον οποίο παρατηρείται η δυσκολία και στις δυο περιπτώσεις είναι το γεγονός ότι μέχρι την επικράτηση του Ερντογάν και του ΑΚΡ, κόμματα και πολιτικοί περνούσαν από το κόσκινο του ΓΕΕΘΑ, της ΜΙΤ και του βαθέως κράτους, όταν δεν αποτελούσαν ευθέως δημιουργήματά τους.
Ακριβώς επειδή συνέβαιναν αυτά, η τουρκική κοινωνία αποστερήθηκε μιας μακρόχρονης πολιτικής προπαίδειας και εμπειρίας και το πολιτικό σκηνικό κομμάτων και προσωπικοτήτων που θα μπορούσαν τώρα να κυριαρχήσουν και να διεκδικήσουν με αξιώσεις την εξουσία.
Έχουμε εξηγήσει διεξοδικώς σε άλλα άρθρα ότι ο Ερντογάν και το ΑΚΡ είναι προϊόν ΚΑΙ γεωπολιτικών σχεδιασμών της Ουάσιγκτον, η οποία με τον τρόπο αυτό θέλησε να «ξεφορτωθεί» το βαθύ κράτος με το οποίο συνεργαζόταν επί δεκαετίες, επειδή ακριβώς εκείνο αρνιόταν να εξυπηρετήσει τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ κυρίως για το Κουρδικό.
Όσον αφορά την απάντηση γιατί δεν μπορεί να ανατραπεί από ένα αντίστοιχο εγχείρημα, να εξηγήσουμε ότι το ΑΚΡ συσπειρώνει και αποτελεί στέγη για τις σουνιτικές μάζες της Τουρκίας, οι οποίες κρίνουν με θεολογικά και όχι με πολιτικά κριτήρια. Άρα, είναι πολύ δύσκολη η αποσυσπείρωση και ο προσανατολισμός τους σε άλλο κόμμα, παρά τα σκάνδαλα που άρχισαν να αποκαλύπτονται. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, να ανατραπεί Ερντογάν και ΑΚΡ, είναι η διάσπαση του κόμματος και η κακή πορεία της οικονομίας, που μπορεί να επηρεάσει την τσέπη του απλού Τούρκου και εξ αυτού ακόμα και τα σουνιτικά του πολιτικά αντανακλαστικά.
Όσον αφορά το πολύμορφο της κρίσης, να αναφέρουμε ότι η κυβέρνηση Ερντογάν διαχειρίζεται ήδη ένα «σχέδιο» επίλυσης του Κουρδικού, το οποίο σε ορισμένους τομείς δίνει πόντους στον ίδιο και το κόμμα του, ενώ σε ορισμένους άλλους, στρατηγικού χαρακτήρα, τομείς το τα αποτελέσματα του σχεδίου αυτού δημιουργούν προϋποθέσεις και προοιωνίζονται παγίωση του κουρδικού παράγοντα στο πολιτικό σκηνικό, με εθνοτικούς όρους και ρυθμιστικό ρόλο, δεδομένης της ρευστότητας στο υπόλοιπο σκηνικό.
Ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί την κρίση στη Συρία, που αφ’ ενός μεν της αφαιρεί στρατηγική αξία, αφ’ ετέρου την αποκόπτει από το νότο, αφού κατά μήκος των συνόρων της δημιουργείται ντε φάκτο ένα δεύτερο κουρδικό κράτος, που πολύ απλά φέρνει πιο κοντά την χρονολογία ίδρυσης του τρίτου, στο δικό της έδαφος.
Η στρατηγική αξία της Τουρκίας, που αποτέλεσε αιτία να υποστεί η Ελλάδα και ο Ελληνισμός τεράστιες απώλειες το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αφού πάντα η Δύση έκλεινε τα μάτια στην επιθετικότητα της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδος, απομειώνεται ακόμα περισσότερο, από τις εξελίξεις στο Ιράν, όπου οι ΗΠΑ και η Δύση αναζητούν δρόμους εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τεχεράνη, ενώ πρέπει να υπολογιστεί ότι η Τουρκία έχασε τη φυσική της επαφή με το Ιράκ, μετά την ίδρυση του πρώτου κουρδικού κράτους.
Τέλος, η Τουρκία έχει να διαχειριστεί την τραγική κατάληξη των επιλογών της στη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, το γόρδιο δεσμό των σχέσεών της με το Ισραήλ, που ούτως ή άλλως σχετίζεται με τε τεκταινόμενα στον τομέα της εκμετάλλευσης των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου και με το Κυπριακό. Το ζήτημα αυτό, το ενεργειακό, σχετίζεται με της σειρά του με το ζήτημα της εκμετάλλευσης των ενεργειακών αποθεμάτων νοτίως της Κρήτης, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει, αρνητικά για την Τουρκία, το τεράστιο ζήτημα της οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Τώρα, όμως, η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να εξάγει την δομική και πολύμορφη κρίση που αντιμετωπίζει, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάτι τέτοιο μάλλον θα επιδεινώσει τη θέση της και θα ενισχύσει άλλους πόλους και άρα τις διαλυτικές τάσεις.
Αυτά εν ολίγοις είναι τα χαρακτηριστικά της κρίσης που καλείται να αντιμετωπίσει η Τουρκία το 2014, μια κρίση που, σύμφωνα με αρκετούς Έλληνες αναλυτές, είναι δυνατόν να αποπειραθεί να εξάγει ο Ερντογάν στην Ελλάδα.
Κατ’ αρχάς να πούμε ότι όλες οι κρίσεις από το 1974 και εντεύθεν, δεν αποτελούσαν ΠΟΤΕ απόπειρα εξαγωγής εσωτερικής κρίσης αλλά εμφανίστηκαν στο προσκήνιο αφού πρώτα η Τουρκία όχι μόνο είχε πάρει πράσινο φως από την Ουάσιγκτον για την έκβασή της, αλλά και διαβεβαιώσεις ότι η κυβέρνηση στην Αθήνα δεν θα «σηκώσει το γάντι» και δεν θα απαντήσει στις προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας. Όλες δε οι κρίσεις έγιναν με συγκεκριμένο πολιτικό και γεωπολιτικό στόχο: Να μην επεκτείνει η Ελλάδα τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια στο Αιγαίο, πράγμα που αποτελεί ΑΝΑΦΑΙΡΕΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ της χώρας μας.
Κρίση, με χαρακτηριστικά εξαγωγής μια εσωτερικής κρίσης, δεν είδαμε να συμβαίνει στις Ε-Τ σχέσεις, μπορούμε δε να πούμε ότι η φιλολογία αυτή εμφανίστηκε στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα άλλοτε αδυναμίας ανάλυσης και κατανόησης των τεκταινομένων στη γείτονα και άλλοτε ως αποτέλεσμα αδυναμίας αντιμετώπισης της σκληρής πραγματικότητας, που είναι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας και η ισορροπία δυνάμεων, που ανατρέπεται δραματικά στη Θράκη και το Αιγαίο. Το μόνο που είδαμε, κι αυτό τη δεκαετία του 2000, ήταν σενάρια του τουρκικού στρατού σε σχέδια τύπου Βαριοπούλα, που θα εφαρμόζονταν ερήμην της κυβέρνησης.
Τώρα, όμως, η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να εξάγει την δομική και πολύμορφη κρίση που αντιμετωπίζει, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάτι τέτοιο μάλλον θα επιδεινώσει τη θέση της και θα ενισχύσει άλλους πόλους και άρα τις διαλυτικές τάσεις.
Όσο για κινητικότητα και την επιθετικότητα που παρατηρείται αυτές τις μέρες στο Αιγαίο, να εξηγήσουμε και ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή εντάσσεται στους πάγιους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Άγκυρας στο Αιγαίο και την Κύπρο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόπειρα εξαγωγής της κρίσης. Με άλλα λόγια, η Τουρκία μας δείχνει και θα συνεχίσει να μας τονίζει με συγκεκριμένες πράξεις ότι είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει την Ελλάδα να επωφεληθεί της προεδρείας της Ε.Ε. για αλλάξει το καθεστώς ή να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση στο ζήτημα του τι ανήκει και σε ποιον, στο Αιγαίο.
Για να ξέρουμε τι γράφουμε και τι λέμε και να μην οδηγούμεθα και οδηγούμε και άλλους σε λάθος συμπεράσματα, που μπορεί να έχουν τραγικές συνέπειες, τις οποίες δεν αντέχει η χώρα, ειδικά την περίοδο αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου