Η παρατεταμένη σιωπή των τελευταίων μηνών για τον τρόπο αντιμετώπισης της συνεχώς διογκούμενης παράνομης μετανάστευσης στην Ελλάδα προκαλεί ένα εύλογο ερώτημα. Πως γίνεται ο ελληνικός λαός να αφήνει παθητικά την Ιστορία να οδεύει, ερήμην των δικών του πεποιθήσεων, συμφερόντων και επιδιώξεων προς το μοιραίο; Λες και το μεταναστευτικό έπαψε να υφίσταται ως πρόβλημα: εθνικό, κοινωνικό,
οικονομικό, πολιτικό! Λες και η λεηλατημένη Ελλάδα, με τα διάτρητα σύνορα, δεν εξακολουθεί ν’ αποτελεί μια από τις κύριες εισόδους λαθρομεταναστών στην Ευρώπη ή να έχουν εκλείψει όλοι εκείνοι οι εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες που ενθαρρύνουν την παράνομη είσοδο και – για πολλούς από αυτούς – τον εγκλωβισμό τους στην Ελλάδα. Λες και να υπάρχει έστω και ένας που να θεωρεί ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα θα ανακοπούν επειδή η κυβέρνηση των υποτακτικών της τρόικα έχει αναγορεύσει – κατόπιν έξωθεν εντολών – τη λαθρομετανάστευση σε μια ανώδυνη και πλασματική «παράτυπη πράξη».
Οι περισσότεροι Έλληνες σιωπούν γιατί γνωρίζουν ότι στο πλαίσιο της «αθέατης τυραννίας» της πολιτικής ορθότητας, που επέβαλλε στην αποικία χρέους η καθεστωτική ελίτ, οι μισέλληνες ενός τμήματος της Αριστεράς, τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και η εξωνημένη διανόηση, αρκεί πλέον μια απλή επισήμανση των δυσάρεστων επιπτώσεων της ανεξέλεγκτης λαθρομετανάστευσης για να επωμιστούν αυτομάτως τη ταμπέλα του «ρατσιστή» ή του «ξενόφοβου». Οι έννοιες αυτές μετατράπηκαν ήδη σε οργουελικά ιδεολογικοπολιτικά όπλα («Kampfbegriffe») και έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα, καθώς χρησιμοποιούνται κατά κόρον για να ικανοποιηθούν παγκοσμιοποιητικές πολιτικές επιδιώξεις. Μεταβλήθηκαν σε έννοιες-φορείς ενός διφορούμενου, σημειολογικού τεχνάσματος, που αποτελεί διεθνώς την αιχμή του δόρατος της νεοφιλελεύθερης (δεξιάς και αριστερής) στρατηγικής της υπεραπλούστευσης και κατά συνέπεια της ηθικοποίησης του μεταναστευτικού ζητήματος. Πρόκειται για λέξεις που αυτομάτως εμπεριέχουν την παραβατικότητα και τον κοινωνικό στιγματισμό, ακόμη και για όποιον θέλει απλώς να διαφοροποιηθεί από τους άλλους, προβάλλοντας το δικαίωμα στην ιδιοπροσωπία και στην οικεία πολιτισμική ταυτότητα – μέσα σ’ ένα αξιοπρεπές και ανθρώπινο περιβάλλον που ο ίδιος προσδιόρισε και οριοθέτησε. Έτσι, η κατηγορία των «διακρίσεων» (discrimination, Diskriminierung, από το λατινικό descriminare = διαφοροποιώ) κατά μεταναστών – και όχι της διαφοροποίησης από αυτούς – αποτελεί μια από τις πλέον αποτελεσματικές λέξεις-όπλα των πολύμορφων «φρουρών του αντιρατσισμού» και του εθνομηδενισμού, που ενίοτε δεν είναι τίποτα άλλο από την κατηγορία να έχει κάποιος το δικαίωμα να διαφοροποιεί και να διαφοροποιείται. Και ας είναι γνωστό ότι ο εχέφρων άνθρωπος μπορούσε ανέκαθεν να διακρίνει τις πανταχού παρούσες διαφοροποιήσεις της φύσης και να τις αντιμετωπίζει ορθολογικά και προς το γενικό καλό, στη βάση του ανθρωπισμού, του πολιτισμού και της αλληλεγγύης.
Είναι σαφές ότι η θεσμοθετημένη και ποικιλοτρόπως χρηματοδοτούμενη «αντιρατσιστική» ιδεολογία, που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα και που χαρακτηρίζει συλλήβδην, ιδιαίτερα τον εγκλωβισμένο στα εξαχρειωμένα πολυπολιτισμικά γκέτο της Αθήνας «λαουτζίκο», ως «ρατσιστή» και που του στερεί το θεμελιώδες δικαίωμά του να κρατήσει ή και να εκσυγχρονίσει την πολιτισμική του ιδιαιτερότητα και παράδοση, είναι άκρως προβληματική και δεν περιορίζεται στο να εξουδετερώσει απλώς τον όποιο υπαρκτό ρατσισμό. Αυτό που κυρίως επιδιώκει είναι να αποδεχτεί ο παραπληροφορημένος, απογοητευμένος, εξαντλημένος, διχασμένος και ταπεινωμένος Έλληνας αγόγγυστα και μοιραία τις επιπτώσεις του οικουμενικού προβλήματος της μετανάστευσης. Πρόβλημα το οποίο δημιούργησαν κάποιοι άλλοι και που το οξύνουν συνεχώς με την νεοαποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική πολιτική τους.
οικονομικό, πολιτικό! Λες και η λεηλατημένη Ελλάδα, με τα διάτρητα σύνορα, δεν εξακολουθεί ν’ αποτελεί μια από τις κύριες εισόδους λαθρομεταναστών στην Ευρώπη ή να έχουν εκλείψει όλοι εκείνοι οι εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες που ενθαρρύνουν την παράνομη είσοδο και – για πολλούς από αυτούς – τον εγκλωβισμό τους στην Ελλάδα. Λες και να υπάρχει έστω και ένας που να θεωρεί ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα θα ανακοπούν επειδή η κυβέρνηση των υποτακτικών της τρόικα έχει αναγορεύσει – κατόπιν έξωθεν εντολών – τη λαθρομετανάστευση σε μια ανώδυνη και πλασματική «παράτυπη πράξη».
Οι περισσότεροι Έλληνες σιωπούν γιατί γνωρίζουν ότι στο πλαίσιο της «αθέατης τυραννίας» της πολιτικής ορθότητας, που επέβαλλε στην αποικία χρέους η καθεστωτική ελίτ, οι μισέλληνες ενός τμήματος της Αριστεράς, τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και η εξωνημένη διανόηση, αρκεί πλέον μια απλή επισήμανση των δυσάρεστων επιπτώσεων της ανεξέλεγκτης λαθρομετανάστευσης για να επωμιστούν αυτομάτως τη ταμπέλα του «ρατσιστή» ή του «ξενόφοβου». Οι έννοιες αυτές μετατράπηκαν ήδη σε οργουελικά ιδεολογικοπολιτικά όπλα («Kampfbegriffe») και έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα, καθώς χρησιμοποιούνται κατά κόρον για να ικανοποιηθούν παγκοσμιοποιητικές πολιτικές επιδιώξεις. Μεταβλήθηκαν σε έννοιες-φορείς ενός διφορούμενου, σημειολογικού τεχνάσματος, που αποτελεί διεθνώς την αιχμή του δόρατος της νεοφιλελεύθερης (δεξιάς και αριστερής) στρατηγικής της υπεραπλούστευσης και κατά συνέπεια της ηθικοποίησης του μεταναστευτικού ζητήματος. Πρόκειται για λέξεις που αυτομάτως εμπεριέχουν την παραβατικότητα και τον κοινωνικό στιγματισμό, ακόμη και για όποιον θέλει απλώς να διαφοροποιηθεί από τους άλλους, προβάλλοντας το δικαίωμα στην ιδιοπροσωπία και στην οικεία πολιτισμική ταυτότητα – μέσα σ’ ένα αξιοπρεπές και ανθρώπινο περιβάλλον που ο ίδιος προσδιόρισε και οριοθέτησε. Έτσι, η κατηγορία των «διακρίσεων» (discrimination, Diskriminierung, από το λατινικό descriminare = διαφοροποιώ) κατά μεταναστών – και όχι της διαφοροποίησης από αυτούς – αποτελεί μια από τις πλέον αποτελεσματικές λέξεις-όπλα των πολύμορφων «φρουρών του αντιρατσισμού» και του εθνομηδενισμού, που ενίοτε δεν είναι τίποτα άλλο από την κατηγορία να έχει κάποιος το δικαίωμα να διαφοροποιεί και να διαφοροποιείται. Και ας είναι γνωστό ότι ο εχέφρων άνθρωπος μπορούσε ανέκαθεν να διακρίνει τις πανταχού παρούσες διαφοροποιήσεις της φύσης και να τις αντιμετωπίζει ορθολογικά και προς το γενικό καλό, στη βάση του ανθρωπισμού, του πολιτισμού και της αλληλεγγύης.
Είναι σαφές ότι η θεσμοθετημένη και ποικιλοτρόπως χρηματοδοτούμενη «αντιρατσιστική» ιδεολογία, που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα και που χαρακτηρίζει συλλήβδην, ιδιαίτερα τον εγκλωβισμένο στα εξαχρειωμένα πολυπολιτισμικά γκέτο της Αθήνας «λαουτζίκο», ως «ρατσιστή» και που του στερεί το θεμελιώδες δικαίωμά του να κρατήσει ή και να εκσυγχρονίσει την πολιτισμική του ιδιαιτερότητα και παράδοση, είναι άκρως προβληματική και δεν περιορίζεται στο να εξουδετερώσει απλώς τον όποιο υπαρκτό ρατσισμό. Αυτό που κυρίως επιδιώκει είναι να αποδεχτεί ο παραπληροφορημένος, απογοητευμένος, εξαντλημένος, διχασμένος και ταπεινωμένος Έλληνας αγόγγυστα και μοιραία τις επιπτώσεις του οικουμενικού προβλήματος της μετανάστευσης. Πρόβλημα το οποίο δημιούργησαν κάποιοι άλλοι και που το οξύνουν συνεχώς με την νεοαποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική πολιτική τους.
Γι αυτό και όποιος στο μέλλον θα δυσανασχετεί για τις δυσμενείς επιπτώσεις από το μεταναστευτικό ή θα αντιστέκεται στην πολιτισμική του ισοπέδωση και υποβάθμιση της ζωής του, θα αναλαμβάνει αυτοβούλως το κόστος του πολιτικού και κοινωνικού στιγματισμού του και βεβαίως το ρίσκο της ποινικής του καταδίκης, ακόμα και για απλό, οργουελικών προδιαγραφών, «έγκλημα σκέψης». Κάτω από τέτοιες όμως συνθήκες «η σιωπή των αμνών» προδιαγράφει την αποδοχή του μοιραίου και μεσοπρόθεσμα την μεταβολή μιας πάλε ποτέ κυρίαρχης, δημοκρατικής και ανεξάρτητης χώρας σε παρακμιακό χώρο με χαρακτηριστικά πολυπολιτισμικής χοάνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου