‘’Τίμιε Σταυρωμένε μου,
Που΄ταν δική σου μέρα
Και γιάντα δεν την έκοβες
Του Γερμανού την χέρα’’
Μόλις είχε ξημερώσει η μέρα του Σταυρού, δεκατέσσερις του Σεπτέμβρη. Ανύποπτοι οι κάτοικοι του Βαχού καταπιάνονταν με τις καθημερινές δουλειές στα χωράφια τους, άλλοι βοσκούσαν τα ζώα τους κι άλλοι κουβαλούσαν ξύλα για το χειμώνα.
Την ηρεμία του φθινοπωριάτικου πρωινού την τάραξαν ξαφνικά
κροταλίσματα όπλων και φωνές που δεν είχαν τίποτε το ανθρώπινο.
Ο βαρβαρικός στρατός μπούκαρε σαν αγέλη αφιονισμένων άγριων ζώων στη Βιάννο και σ΄όλα τα δυτικά χωριά της Ιεράπετρας. Τον οικισμό του Βαχού, συνθέτουν δυο γειτονιές, η πάνω και η κάτω. Η δολοφονική επιδρομή ξεκίνησε από την κάτω, το Κάτω Χωριό, όπως το λένε.
Ο Χαρίλαος, δεκαεξάχρονο παλικαράκι, ήταν εκείνο το πρωί μαζί με την μάνα του, την αδελφή και τα δυο μικρότερα αγόρια της οικογένειας.
Τα λυσσασμένα κτήνη όρμησαν κατά πάνω τους με προτεταμένα τα όπλα, τους έβριζαν, τους έσπρωχναν και τους οδήγησαν λίγο πιο πάνω από τα πρώτα σπίτια της γειτονιάς, δίπλα σε ένα ποταμάκι.
Με απορία και αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια τους άκουγαν τους πυροβολισμούς που αντιλαλούσαν στις γύρω πλαγιές και δεν ήξεραν ότι κάθε πυροβολισμός θερίζει και μια ανθρώπινη ύπαρξη.
Μέσα σε λίγη ώρα οι βαρβαρικές ορδές είχαν αδειάσει όλο το Κάτω Χωριό και είχαν ψάξει όλα τα σπίτια του. Όταν ανέβηκαν οι αξιωματικοί της ορδής στη ρεματιά, ξεδιάλεξαν τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά, τα έβγαλαν στην άκρη.
Τον Χαρίλαο τον κράτησαν με τους μεγάλους, μαζί και τον δεκατετράχρονο αδελφό του, τον Γιάννη.
Ο Χαρίλαος κατάλαβε τι πρόκειται να συμβεί και προσπάθησε να σώσει τον μικρό του αδελφό. Φώναζε και ξαναφώναζε στα κτήνη ν΄αφήσουν ελεύθερο τον μικρό, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία.
Πάνω στην απελπισία του θυμήθηκε μιαν ιταλική λέξη: πίκουλο! ’’ Αυτός είναι πίκουλο, πρέπει να φύγει’’.
Ένα κτήνος ήρθε κοντά κι άρπαξε τον μικρό Γιάννη από το χέρι. Ένας αξιωματούχος όμως που φάνηκε εκείνη την στιγμή, βλοσυρός κι αυστηρός, έσπρωξε γαυγίζοντας και πάλι το παιδί στον χορό των μελλοθανάτων.
Ο Χαρίλαος δε το΄βαλε κάτω, συνέχισε να κραυγάζει, ώσπου τα κτήνη λύγισαν για λίγο, άρπαξαν τον μικρό και τον πέταξαν έξω από την ομάδα των ανδρών. Ο Χαρίλαος έμεινε.
Η ώρα περνούσε και τα κτήνη συνέχιζαν να φέρνουν και άλλους Βαχουδιανούς. Όποιον έβρισκαν, με βρισιές και σπρωξιές τον κουβαλούσαν στην άκρη του ξεροπόταμου.
Στρατιώτες και αξιωματικοί έτρεχαν πάνω κάτω στους δρόμους σαν αλαφιασμένοι, ήθελαν να ξεμπερδεύουν γρήγορα με τους Βαχουδιανούς, για να πάνε και στ΄άλλα χωριά να συνεχίσουν τα εγκλήματά τους .Με προτεταμένα τα όπλα, τους πέρασαν όλους από σωματική έρευνα. Σαν τελείωσαν, τους οδήγησαν λίγο πιο πάνω από το ποταμάκι, δίπλα στην εκκλησία του Χριστού, ανάμεσα στις δύο γειτονιές, στο μέσο του χωριού.
Τους στοίβαξαν στο μικρό πλάτωμα δίπλα στην εκκλησία, με τα πολυβόλα μπροστά τους, έτοιμα να ρίξουν φωτιά και θάνατο. Τα μάτια των δημίων έσταζαν μίσος και αίμα και τα δάκτυλά τους ήταν έτοιμα να πατήσουν την σκανδάλη.
Τότε οι ηρωικοί κάτοικοι του κάτω Βαχού, βλέποντας ότι γι αυτούς δεν υπάρχει ελπίδα, η μοίρα τους ήταν προγεγραμμένη, άρχισαν να φωνάζουν, να ουρλιάζουν με όση δύναμη τους είχε απομείνει για ν΄ακούσουν οι χωριανοί τους του πάνω Βαχού και να φύγουν: ‘’Κάνουν εκτελέσεις’’, ‘’Φύγετε μη σας πιάσουν’’, ‘’Σωθείτε’’, ‘’Φύγετε, φύγετε’’……
Πέρασαν ελάχιστα δευτερόλεπτα και τις φωνές τους τις σκέπασαν οι ριπές των πολυβόλων.
Πάνω από τα θερισμένα κορμιά, ριγμένα ανάκατα ως έτυχαν, αλλού πόδια, αλλού χέρια και κεφάλια, απλώθηκε η σιωπή του θανάτου. Απ΄τις πληγές τους, άλλου από τα πλευρά, άλλου από την πλάτη ή το κεφάλι έτρεχε ποτάμι το αίμα.
Τον Χαρίλαο η πρώτη σφαίρα τον βρήκε στην ωμοπλάτη, την στιγμή που βάδιζε προς την γραμμή του θανάτου. Στροβιλίστηκε και πήγε να πέσει όταν τον βρήκε η δεύτερη σφαίρα, στο κεφάλι.
Τρύπησε το κόκκαλο δίπλα στο δεξί μάτι κι ένοιωσε το σκοτάδι να τον τυλίγει. Έπεσε ανάμεσα στους συγχωριανούς του και το αίμα του ανακατεύτηκε με το αίμα των υπολοίπων. Άκουγε για ώρα τους ρόγχους τους όταν ξεψυχούσαν ο ένας μετά τον άλλον.
Σε λίγο μόνο τρεις καρδιές συνέχιζαν να κτυπούν, αν και πληγωμένες, μόνο τρεις ήταν ζωντανοί. Ο ένας ήταν ο Χαρίλαος, ο δεύτερος ήταν ο Ζερβοδημήτρης και ο τρίτος ο δάσκαλος, ο Αγγελάκης.
Ο Χαρίλαος, δεκάξι χρονών παλικαράκι, κρατούσε την ψυχή ανάμεσα στα δόντια του, προσπαθούσε να μείνει ακίνητος, πεσμένος καταγής, αγκαλιασμένος με τους νεκρούς συντοπίτες του. Οι δύο άλλοι είχαν λιποθυμήσει από τον πόνο, κάποια στιγμή συνήλθαν και προσπάθησαν να φωνάξουν, να ζητήσουν βοήθεια.
Οι πρόγονοι της Άνγκελας είχαν πάρει τα πολυβόλα τους και είχαν φύγει. Βιάζονταν ν΄αφανίσουν και τους άνδρες από το Πάνω Χωριό. Δύο μονάχα, ένας αξιωματικός κι ένας στρατιώτης είχαν μείνει στον τόπο του εγκλήματος .Μόλις άκουσαν τις φωνές των δύο λαβωμένων έτρεξαν κι ανέβηκαν πάνω στο σωρό των πτωμάτων. Κλωτσούσαν τους νεκρούς, έβριζαν κι έβγαζαν όλη τη χολή και το μίσος που κρύβει μέσα της η πολιτισμένη φυλή τους.
Ο ένας στρατιώτης ανέβηκε πάνω στο πληγιασμένο κορμί του Χαρίλαου, πάτησε με την ναζιστική του μπότα πάνω στο διαμπερές τραύμα της ωμοπλάτης. Έβγαλε το πιστόλι του κι έριξε τις χαριστικές βολές. Η πρώτη σφαίρα βρήκε το δάσκαλο στο κεφάλι, η δεύτερη καρφώθηκε στο κρανίο του Ζερβοδημήτρη.
Ο νους του Χαρίλαου κόντευε να σαλέψει από τον πόνο, αλλά δεν του ξέφυγε ούτε ένας απλός αναστεναγμός, γιατί ήξερε ότι αυτό θα ήταν και το δικό του τέλος.
Στις τέσσερις ώρες που ήταν αγκαλιά με τους νεκρούς ο Χαρίλαος, κι ενώ οι δυνάμεις του έσβηναν, άκουγε τους πυροβολισμούς που έπεφταν σε κάθε γωνιά της Βιάννου, μαζί με φωνές, θρήνους και μοιρολόγια.
Το απόσπασμα των Αδόλφων είχε πάει τώρα στο Πάνω Χωριό, μέσα σ΄ένα λιόφυτο είχαν μαζέψει τους κατοίκους και βιάζονταν να τους τελειώσουν.
Ένας γέροντας, ο Πετροδημήτρης, δεν μπορούσε να περπατήσει, βάδιζε αργά και τους καθυστερούσε. Χωρίς να διστάσουν τον έσφαξαν σαν αρνί στη μέση του κεντρικού δρόμου του χωριού. Μέχρι το βράδυ αφάνισαν όλους τους άνδρες – 401 άτομα-, από όλα τα χωριά της Βιάννου. Αμιρά, Κεφαλοβρύσι, Άι-Βασίλης, Βαχός, Κρεβατάς, Συκολόγος, Καλάμι, Μεγάλη Βιάννος, Πεύκος, Πάνω Σύμη. Τετρακόσια ένα άτομα!
Μαρτυρικοί τόποι όπου πέρασαν οι κτηνώδεις Βόλφγκανγκ που τώρα μας κουνάν επιτακτικά το χέρι.
Μόλις τελείωσε η σφαγή, άρχισε ο θρήνος των γυναικών, που αλαφιασμένες, τραβώντας τα μαλλιά τους, άρχισαν να τρέχουν στους ματωμένους τόπους όπου κείτονταν οι δικοί τους.
Ο Χαρίλαος με την πλάτη τσακισμένη, το ένα μάτι του χαμένο, με όση δύναμη του απέμεινε κατάφερε να σηκωθεί και βγήκε στο δρόμο. Εκατό μέτρα πιο πάνω συνάντησε τον θρηνητικό χορό των γυναικών που κατηφόριζαν στον τόπο της εκτέλεσης.
Έτρεχαν όλες μαζί κι ανάμεσά τους η μάνα του Χαρίλαου. Πέρασε από δίπλα του αλλά δεν τον γνώρισε έτσι όπως ήταν μέσα στα ξεραμένα αίματα.
Ο Χαρίλαος είδε την μάνα του και την φώναξε. Ήταν ο μόνος από τους εθνομάρτυρες που είχε σωθεί.
Η τραγική μάνα έπρεπε τώρα να φροντίσει τις πληγές του έφηβου γιού της, χωρίς φάρμακα, χωρίς γάζες, χωρίς γιατρό .Προσπάθησε με την ρακή να απολυμάνει τις πληγές του. Ευτυχώς βρέθηκε ένα γαϊδουράκι και τον μετέφεραν στην Βιάννο. Από κει με αυτοκίνητο, στο Ηράκλειο. Μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στο Βαχό. Είχε νικήσει τον θάνατο!
Ο πολιτισμός των προγόνων της Άνγκελας είχε καταφέρει να αφανίσει μια ολόκληρη επαρχία. Κάθε σπίτι είχε έξω από την πόρτα του χαραγμένο ένα σταυρό για κάθε νεκρό του.
Τα περισσότερα σπίτια είχαν μέχρι και πέντε σταυρούς. Κανείς ποτέ δεν ρώτησε πως κατάφεραν να επιζήσουν αυτές οι γυναίκες-οι χηράδες-, πως έθαψαν τους εκατοντάδες νεκρούς τους , πως ανάθρεψαν τα ορφανά παιδιά τους. Φυσικά και δεν πήραν αποζημίωση από τους πολιτισμένους εγκληματίες.
Αν γινόταν να σταθεί μπροστά τους ο Χαρίλαος και να τους ρωτήσει: ‘’Γιατί; Γιατί ήρθατε να μου πάρετε την γη μου; Γιατί ήρθατε και αφανίσατε το βιος μου; Γιατί μας σκοτώσατε; Γιατί πυροβολούσατε και το ευχαριστιόσαστε κιόλας; Γιατί κρύβετε μέσα στην ψυχή σας τόσο μίσος για τα ανθρώπινα όντα;’’
Τι άραγε θα μπορούσαν να του απαντήσουν οι πολιτισμένοι βάρβαροι;
Όταν τον Μάιο του 1941 επέπεσαν σαν τα λυκόρνια πάνω στην τραχιά κρητική γη, δεν περίμεναν ότι οι ηρωικοί Κρήτες, με αδάμαστο θάρρος, γέροι, γυναίκες και παιδιά θα προέβαλλαν τέτοια σθεναρή αντίσταση, ώστε να μη καταλάβουν την γη τους αυτές οι αφιονισμένες ορδές. Αλλά και μετέπειτα, τα ηρωικά παιδιά της Μεγαλονήσου αγωνίστηκαν και έχυσαν το αίμα τους σε πλήθος πόλεις και χωριά, υπερασπιζόμενοι τον τόπο τους.
Ίσως αυτή την σθεναρή, ηρωική αντίσταση των Κρητικών, αλλά και όλων των Ελλήνων, δεν μπόρεσαν ποτέ τους να ξεχάσουν και να συγχωρήσουν. Ένας μικρός λαός με τον επικό του αγώνα, τραυμάτισε το γόητρό τους.
Ένας μικρός λαός που στο πέρασμα των χιλιάδων χρόνων της ύπαρξής του έχει πολεμήσει με θεριά μεγαλύτερα από το μπόι του. Ποτέ του δε λογάριασε το υπέρτερο των δυνάμεων του εισβολέα, αλλά πάντα –με το χαμόγελο στα χείλη-, απέτρεπε τον εχθρό και προάσπιζε τα πάτρια.
‘’Όταν μας έρχουνται ανάποδα όλα, τι χαρά να δοκιμάζουμε την ψυχή μας αν έχει αντοχή και αξία! Θαρρείς κι ένας οχτρός αόρατος, παντοδύναμος –άλλοι τον λένε Θεό κι άλλοι διάολο- χιμάει να μας ρίξει, μα εμείς στέκουμε όρθιοι. Κι έτσι κάθε φορά που εσωτερικά είμαστε νικητές, όταν εξωτερικά είμαστε νικημένοι κατά κράτος, ο αληθινός άντρας νιώθει άφραστη περηφάνια και χαρά. Η εξωτερική συμφορά μετουσιώνεται σε ανώτατη, δυσκολώτατη ευδαιμονία.’’
(Νίκος Καζαντζάκης στον ‘’ΖΟΡΜΠΑ’’ του)
Γι αυτό οι Αδόλφοι τότε, οι Άνγκελες και οι Βόλφγκανγκ τώρα, με διαφορετικά μέσα εξόντωσης και δήωσης, συνεχίζουν τα αντίποινα εις βάρος μας. Γιατί αυτό είναι το έθος, το συνήθειο των πολιτισμένων βαρβάρων.
Εμείς όμως και αυτή την φορά θα ανακαλύψουμε μέσα στο σκληρό, αγέλαστο κρανίο της Ανάγκης, σε μια μικρή γωνιά, τη Λευτεριά να παίζει. Θα παίξουμε και μεις μαζί της.
‘’Δε θα μπεις στην καλύβα μου, δε σου ανοίγω την πόρτα, δε θα μου σβήσεις το τζάκι, δε θα μπεις στην ψυχή μου, δε θα με γκρεμίσεις!’’
(Ο Ζορμπάς, με την πένα του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη)
Έτσι μιλάνε , έτσι φέρονται οι Έλληνες στην Ανάγκη, όταν έρχεται η ώρα που πρέπει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου